- καταλανικά
- el catal'a
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Καταλονία — (ισπαν. Catalun∼a, καταλ. Catalunya). Ημιαυτόνομη περιοχή (32.114 τ. χλμ., 6.361.365 το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη. Ορίζεται Α από τη Μεσόγειο και Β από τα Πυρηναία και συνορεύει Ν με τη Βαλένθια και Δ με την… … Dictionary of Greek
Βαλεντινιανός — (Valentinian). Όνομα Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ (Σλαβονία 321 – 375 μ.Χ.). Αυτοκράτορας του Δυτ. Ρωμαϊκού κράτους (364 375). Γιος ασήμαντου αξιωματικού, έγινε αυτοκράτορας κατ’ απαίτηση του στρατού. Ο αδελφός του Βαλέντιος έγινε… … Dictionary of Greek
Βερνταγκουέρ, Χαθίντο — (Jacinto Verdaguer, Φολγκαρόλας 1845 – Βαλβιντρέρα 1902). Καταλανός ποιητής, εθνικός ποιητής των Καταλανών (η ορθή προφορά του επιθέτου στα καταλανικά είναι Βαραγκάρ). Ενώ είχε ακολουθήσει το ιερατικό στάδιο, πολύ νέος ανακάλυψε το ποιητικό του… … Dictionary of Greek
Ντ’ Ορς, Εουχένιο — (Eugeni D’ Ors, Βαρκελώνη 1882 – Βιλιανουέβα ι Χελτρού 1954). Ισπανός φιλόσοφος, δοκιμιογράφος, τεχνοκρίτης και συγγραφέας. Άρχισε τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του γράφοντας στην καταλανική γλώσσα, αλλά από το 1920 έως τον θάνατό του έγραψε όλα τα … Dictionary of Greek
Φέλιου ι Κοντίνα, Ιωσήφ — (Feliu y Codina, 1845 – 1897). Καταλανός δραματικός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Οι εθνικιστικές αντιλήψεις του αντικατοπτρίζονται και στο έργο του. Συνέβαλε αποφασιστικά στην ανύψωση του καταλανικού θεάτρου. Ιδιαίτερη επιτυχία σημείωσαν τρία… … Dictionary of Greek